Λίγο 'άσεμνο" αλλά καλό:
Ερχεται στην Αθήνα ένας επαρχιώτης και καθώς περιπλανιέται στούς δρόμους βλέπει μιά υπαίθρια καντίνα.Πεινασμένος όπως είναι από το ταξίδι του,σταματά να πάρη κάτι να φάη.Αφού επί πολλή ώρα συμβουλεύεται τον πρόχειρα αναρτημένο κατάλογο...
"Δέν μού λές πατριώτη",ρωτά τον καντινιέρη "αυτό εκεί τί γράφει;"
Κοιτάζει ο καντινιέρης και τού απαντά "Hot dog λέει"
"Και τί σημαίνει αυτό;" ξαναρωτά ο επαρχιώτης.
Ο καντινιέρης μπαίνει στον πειρασμό-έχει καταλάβει ότι ο τύπος είναι από επαρχία-να τού κάνη πλάκα."Αυτό σημαίνει 'ζεστός σκύλος' " τού απαντά.
Σκέφτεται λίγο ο επαρχιώτης και καταλήγει "καλά,φτιάξε μου ένα απ'αυτό,τότε"
Τού φτιάχνει ο καντινιέρης το hot dog,τού το δίνει και....
"Καλά ρέ φίλε" ωρύεται ο επαρχιώτης "απ'όλον τον σκύλο,την π..τσα του μόνο μού'φερες;"
Κι'αλλο ένα:
Πηγαίνει κάποιος στο φαρμακείο,ξεκαρδισμένος στά γέλια
"Κυρ-φαρμακοποιέ,ε,κύρ-φαρμακοποιέ,δυό κούτες προφυλακτικά θέλω!"
Τόν κοιτάζει περίεργα ο φαρμακοποιός,ωστόσο τού δίνει τα προφυλακτικά
Την άλλη μέρα,ξαναπάει ο τύπος στο φαρμακείο,ξεκαρδισμένος στά γέλια
"Κυρ-φαρμακοποιέ,ε,κύρ-φαρμακοποιέ,δυό κούτες προφυλακτικά θέλω!"
Ξανά το περίεργο κύτταγμα,ξανά δίνει ο φαρμακοποιός τά προφυλακτικά.
Η ιστορία συνεχίζεται κάμποσες μέρες,ώσπου ο φαρμακοποιός πιάνει τον βοηθό του και τού λέει "όταν θα ξανάρθη αυτός,παρακολούθησέ τον,να μάθουμε πού πάει και μάς έρχεται εδώ σκασμένος στά γέλια".
Ερχεται ο τύπος (σκασμένος στά γέλια,φυσικά),παίρνει τα προφυλακτικά και φεύγει.Από πίσω και διακριτικά ακολουθεί ο βοηθός τού φαρμακείου.
Έπειτα από λίγη ώρα,έρχεται πίσω ο βοηθός σκασμένος κι'αυτός στά γέλια.
"Τί έγινε;" ρωτάει ο φαρμακοποιός με περιέργεια."Είδες πού πηγαίνει αυτός ο τύπος;"
"Ναί,είδα" απαντάει ο βοηθός."Στό σπίτι σου"..
Και το τελευταίο:
Μπαίνει στην ταβέρνα ένας πελάτης βαρύς μάγκας.
"Γκαρσόν",λέει με επιτακτικό ύφος,"βάλε ένα μισόκιλο πρίν αρχίσουμε".
Παραξενεύεται ο σερβιτόρος,αλλά τού φέρνει το μισόκιλο.
Επειτα από μιά ώρα,ξαναφωνάζει ο βαρύμαγκας:
"Γκαρσόν,βάλε ένα μισόκιλο πρίν αρχίσουμε".
Η ίδια ιστορία συνεχίζεται γιά πολλές ώρες.Κοντεύει πιά να ξημερώση,ο βαρύμαγκας έχει πιεί καμμιά δεκαριά μισόκιλα,οπότε έρχεται ο ταβερνιάρης αγριεμένος
"Κοίτα φίλε,πρέπει να κλείσω το μαγαζί,πιές το τελευταίο μισόκιλο,πλήρωσε και δίνε του!"
Και ο βαρύμαγκας: "νά'τα,αρχίσαμεεεεε"
Ερχεται στην Αθήνα ένας επαρχιώτης και καθώς περιπλανιέται στούς δρόμους βλέπει μιά υπαίθρια καντίνα.Πεινασμένος όπως είναι από το ταξίδι του,σταματά να πάρη κάτι να φάη.Αφού επί πολλή ώρα συμβουλεύεται τον πρόχειρα αναρτημένο κατάλογο...
"Δέν μού λές πατριώτη",ρωτά τον καντινιέρη "αυτό εκεί τί γράφει;"
Κοιτάζει ο καντινιέρης και τού απαντά "Hot dog λέει"
"Και τί σημαίνει αυτό;" ξαναρωτά ο επαρχιώτης.
Ο καντινιέρης μπαίνει στον πειρασμό-έχει καταλάβει ότι ο τύπος είναι από επαρχία-να τού κάνη πλάκα."Αυτό σημαίνει 'ζεστός σκύλος' " τού απαντά.
Σκέφτεται λίγο ο επαρχιώτης και καταλήγει "καλά,φτιάξε μου ένα απ'αυτό,τότε"
Τού φτιάχνει ο καντινιέρης το hot dog,τού το δίνει και....
"Καλά ρέ φίλε" ωρύεται ο επαρχιώτης "απ'όλον τον σκύλο,την π..τσα του μόνο μού'φερες;"
Κι'αλλο ένα:
Πηγαίνει κάποιος στο φαρμακείο,ξεκαρδισμένος στά γέλια
"Κυρ-φαρμακοποιέ,ε,κύρ-φαρμακοποιέ,δυό κούτες προφυλακτικά θέλω!"
Τόν κοιτάζει περίεργα ο φαρμακοποιός,ωστόσο τού δίνει τα προφυλακτικά
Την άλλη μέρα,ξαναπάει ο τύπος στο φαρμακείο,ξεκαρδισμένος στά γέλια
"Κυρ-φαρμακοποιέ,ε,κύρ-φαρμακοποιέ,δυό κούτες προφυλακτικά θέλω!"
Ξανά το περίεργο κύτταγμα,ξανά δίνει ο φαρμακοποιός τά προφυλακτικά.
Η ιστορία συνεχίζεται κάμποσες μέρες,ώσπου ο φαρμακοποιός πιάνει τον βοηθό του και τού λέει "όταν θα ξανάρθη αυτός,παρακολούθησέ τον,να μάθουμε πού πάει και μάς έρχεται εδώ σκασμένος στά γέλια".
Ερχεται ο τύπος (σκασμένος στά γέλια,φυσικά),παίρνει τα προφυλακτικά και φεύγει.Από πίσω και διακριτικά ακολουθεί ο βοηθός τού φαρμακείου.
Έπειτα από λίγη ώρα,έρχεται πίσω ο βοηθός σκασμένος κι'αυτός στά γέλια.
"Τί έγινε;" ρωτάει ο φαρμακοποιός με περιέργεια."Είδες πού πηγαίνει αυτός ο τύπος;"
"Ναί,είδα" απαντάει ο βοηθός."Στό σπίτι σου"..
Και το τελευταίο:
Μπαίνει στην ταβέρνα ένας πελάτης βαρύς μάγκας.
"Γκαρσόν",λέει με επιτακτικό ύφος,"βάλε ένα μισόκιλο πρίν αρχίσουμε".
Παραξενεύεται ο σερβιτόρος,αλλά τού φέρνει το μισόκιλο.
Επειτα από μιά ώρα,ξαναφωνάζει ο βαρύμαγκας:
"Γκαρσόν,βάλε ένα μισόκιλο πρίν αρχίσουμε".
Η ίδια ιστορία συνεχίζεται γιά πολλές ώρες.Κοντεύει πιά να ξημερώση,ο βαρύμαγκας έχει πιεί καμμιά δεκαριά μισόκιλα,οπότε έρχεται ο ταβερνιάρης αγριεμένος
"Κοίτα φίλε,πρέπει να κλείσω το μαγαζί,πιές το τελευταίο μισόκιλο,πλήρωσε και δίνε του!"
Και ο βαρύμαγκας: "νά'τα,αρχίσαμεεεεε"